Η μετανάστευση, εκτός όλων των άλλων, μπορεί να είναι και πηγή έμπνευσης. Φυσικά αυτό δεν είναι καινούργιο , ωστόσο επαναπροσδιορίστηκε και σε μια δημόσια συζήτηση που διοργανώθηκε από το λογοτεχνικό περιοδικό Magazine Litteraire, με τη συμμετοχή πολλών ξένων συγγραφέων που έχουν βρει άσυλο στη Γαλλία.
«Η μετανάστευση δεν είναι μόνο ημερομηνίες, στατιστικές και ποσοστώσεις, αλλά πάνω απ' όλα προσωπικά πεπρωμένα». Με αυτή τη φράση ξεκινά η ανθολογία κειμένων πάνω στη μετανάστευση με τίτλο «Νέες Οδύσσειες», που εκδόθηκε με την ίδια ευκαιρία.
Η μετανάστευση και τα συνακόλουθά της, η εξορία και η ένταξη αποτελούν θέματα τόσο για τη λογοτεχνία όσο και για τον κινηματογράφο παρουσιασμένα με τη μορφή ονείρων για ένα καλύτερο αύριο, ταξίδι μέσα από το οποίο βλέπεις την ίδια σου τη χώρα με ένα διαφορετικό μάτι, νοσταλγία για μια χαμένη πατρίδα... Εργα με άποψη, αλλά κυρίως έργα που δεν μπορούν να περιοριστούν στο θέμα που αγγίζουν. Είναι μια διαπίστωση με την οποία συμφωνούν τρεις συγγραφείς: ο μαροκινής καταγωγής Ταχάρ Μπεν Τζελούν, ο Κουβανός Εντουάρντο Μανέτ και ο Αφγανός Ατίκ Ραχίμι.
Ο Ραχίμι που έφυγε από τη χώρα το 1984, στη διάρκεια του πρώτου πολέμου στο Αφγανιστάν, και βραβεύτηκε το 2008 στη Γαλλία με το βραβείο Γκονκούρ, αφηγείται συχνά μια ιστορία η οποία προσδιορίζει την έννοια της εξορίας:
«Ο Nasro Dinh, ένα θρυλικό πρόσωπο στο Αφγανιστάν, ψάχνει να βρει τα κλειδιά του σπιτιού του κάτω από έναν φανοστάτη. Τότε τον πλησιάζει κάποιος και τον βοηθά στο ψάξιμο: "Είσαι σίγουρος ότι τα έχασες εδώ γύρω;" τον ρωτά. Εκείνος του απαντά: "Οχι, τα έχασα κάπου κοντά στο σπίτι μου". "Μα τότε γιατί τα ψάχνεις εδώ;" "Γιατί εκεί δεν έχω φως", τον αποστομώνει ο Nasro Dinh».
«Στο Αφγανιστάν και εγώ έχασα τα κλειδιά της ταυτότητας και της ελευθερίας μου», λέει ο Ραχίμι στο γαλλικό περιοδικό, «και έτσι πήρα το δρόμο της εξορίας για να τα ξαναβρώ. Η λογοτεχνία μού επιτρέπει να ξαναβρώ, να ξαναδημιουργήσω αυτό το κλειδί στο φαντασιακό μου».
«Η ζωή του Μωάμεθ σημαδεύτηκε από την εξορία, λέει ο Ταχάρ Μπεν Τζελούν. Στη Μέκκα κυνηγήθηκε από φυλές που δεν πίστευαν το μήνυμά του. Αναγκάστηκε λοιπόν να μεταναστεύσει στη Μεδίνα. Οι μουσουλμάνοι γεννήθηκαν μέσα από την εξορία. Ο προφήτης έσωσε τη ζωή, τη φυλή και το μήνυμά του φεύγοντας από τον τόπο του. Για τους μουσουλμάνους, η μετανάστευση συνδέεται αρχικά με τη θρησκεία».
«Εγώ βρίσκομαι σε μια διαρκή κατάσταση μετανάστευσης, λέει ο Εντουάρντο Μανέτ. Γεννήθηκα στην Κούβα από Ισπανούς γονείς. Σε όλη την παιδική μου ηλικία περιβαλλόμουν από νοσταλγούς της Ισπανίας που είχαν εγκαταλείψει τη χώρα τους στη διάρκεια του Εμφυλίου. Ετσι, δημιουργήθηκε αυτή η συγκατοίκηση των δύο γλωσσών: των κλασικών ισπανικών και των κουβανικών. Ημουν επομένως ήδη εξόριστος στη γενέθλια χώρα μου. Μετά έφυγα δύο φορές στο Παρίσι. Την πρώτη φορά λόγω της δικτατορίας του Μπατίστα, τη δεύτερη λόγω των διαφωνιών μου με τον Φιντέλ Κάστρο. Κατά την άποψή μου είμαστε όλοι εξόριστοι, αλλά σε διαφορετικούς βαθμούς».
Με τη γραφή λοιπόν μπορεί κανείς να ξανακερδίσει τη χαμένη πατρίδα. Αντιστρόφως, όμως, πόσο εμπλουτίζεται η ίδια η γραφή στην εξορία;
«Η λογοτεχνία αφορά περισσότερο τις πληγές παρά την ευτυχία, λέει ο Μπεν Τζελούν. Η ιστορία της μετανάστευσης είναι ένα αναπόφευκτο θέμα για έναν συγγραφέα που έρχεται -όπως εγώ- από μια χώρα όπου πολλοί άνθρωποι υποχρεώνονται να φύγουν. Αφού ήρθα σε επαφή με μετανάστες από τη χώρα μου, στο Παρίσι, κατάλαβα πως χρειαζόταν να ακουστεί η φωνή τους. Στις αρχές της δεκαετίας του '70, παρέδιδα μαθήματα αλφαβητισμού σε μετανάστες από τις χώρες της Βόρειας Αφρικής. Εκείνη την εποχή δεν μιλούσαν για τη μετανάστευση όπως σήμερα.
Αισθάνθηκα πως όλοι αυτοί οι άνθρωποι είχαν μια μεγάλη θλίψη, όπως και το κεντρικό πρόσωπο του τελευταίου βιβλίου που έχω γράψει. Γι' αυτόν τον άνθρωπο που έχει διασχίσει τη ζωή με αξιοπρέπεια και σοβαρότητα, το να βρεθεί απομονωμένος είναι ένα σοκ. Ομως αισθάνεται και μια μεγάλη ευγνωμοσύνη απέναντι στη χώρα που τον βοήθησε, που τον έσωσε. Είναι ένα πρόσωπο που συναντάμε συχνά στους κύκλους των μεταναστών. Και για αυτούς τους ανθρώπους πρέπει να γράψουμε. Η λογοτεχνία επιτρέπει στην κοινωνία να εισχωρήσει στον εσωτερικό κόσμο αυτών των ανθρώπων που βλέπουμε να περνούν χωρίς να αντιλαμβανόμαστε τα αισθήματα και τις έγνοιες τους. Η λογοτεχνία είναι ένας ενδιάμεσος ανάμεσα στην πραγματικότητα και την κοινωνία».
ΕΝΤΟΥΑΡΝΤΟ ΜΑΝΕΤ - Κουβανός συγγραφέας.
Βιώνω μια διπλή ταυτότητα. Αισθάνομαι καλά στη Γαλλία, αλλά δεν μπορώ ν' αρνηθώ ότι είμαι Κουβανός «Η νοσταλγία είναι η ασθένεια της μετανάστευσης, τονίζει ο Ραχίμι. Ο μετανάστης διατηρεί μια σχέση ρήξης, σπαραγμού με τη γενέθλια χώρα του, τη γλώσσα και την κουλτούρα της. Αυτή η λευκή σελίδα γίνεται τότε η γη του. Εζησα αυτή την εμπειρία όταν εγκατέλειψα το Αφγανιστάν, το 1984.
Μετά από εννιά μέρες περπάτημα, φτάσαμε στα αφγανο-πακιστανικά σύνορα. Ο οδηγός μας σταμάτησε εκεί κοντά για να ρίξουμε μια τελευταία ματιά στη γη που εγκαταλείπαμε. Κοιτάξαμε πίσω μας και είδαμε τα ίχνη που είχαν αφήσει τα βήματά μας. Από την άλλη μεριά των συνόρων ήταν η έρημος, απάτητο χιόνι. Και τότε σκέφτηκα: "Να, αυτό είναι το μέλλον σου, η εξορία σου. Πρέπει να γεμίσεις αυτή τη λευκή σελίδα". Για μένα η γραφή είναι ένας τρόπος να γεμίζω αυτή τη λευκή σελίδα χάρη στην απόσταση που έχω πάρει. Η εξορία μού μετέβαλε τον τρόπο που έβλεπα τη χώρα μου. Η επαφή με μια άλλη κουλτούρα, μια άλλη γλώσσα, μια άλλη λογοτεχνία μού επέτρεψε να βλέπω το Αφγανιστάν με μια καινούργια ματιά».
«Στο τελευταίο του βιβλίο, ο Μίλαν Κούντερα αναφέρεται στην οδύνη που ένιωθε ο Κάφκα όταν έπρεπε να "εξοριστεί", γράφοντας στη γερμανική γλώσσα, ενώ ήταν Τσέχος. Και ο ίδιος ο Κούντερα φεύγοντας από την Τσεχοσλοβακία άρχισε να γράφει στα γαλλικά, παρατηρεί ο Μπεν Τζελούν. Αυτή η νέα γλώσσα γίνεται ένα είδος βοήθειας, ηρεμίας, οικογένειας που επανακτούμε, γιατί αυτός που ζει μακριά από τη χώρα του έχει ανάγκη να εκφραστεί. Και το να μιλάς σε μια γλώσσα που δεν είναι δική σου, είναι ακόμη πιο απελευθερωτικό συναίσθημα. Οσον αφορά εμένα, αυτή η γλώσσα έγινε το καταφύγιο για τα τραύματά μου, τα οποία εκφράζω πολύ καλύτερα στα γαλλικά απ' ό,τι στα αραβικά».
«Στη δεκαετία του '60, λέει ο Μανέτ, στο Παρίσι, είχα την τύχη να γνωρίσω τον Σάμιουελ Μπέκετ. Μια μέρα τού είπα πως είχα αποφασίσει να μην ξαναγυρίσω στην Κούβα. Σκεφτόμουν να γράψω σε μιαν άλλη γλώσσα, αλλά το να εγκαταλείψω τα ισπανικά, σήμαινε να εγκαταλείψω και μια λογοτεχνία πλούσια σε αριστουργηματικά έργα. Και μ' αυτή την απόφασή μου ένιωθα πως διέπραττα μια προδοσία. Ο Μπέκετ σκέφτηκε για κάμποσο και μου είπε: "Εγώ άρχισα να γράφω στα γαλλικά, γιατί το να γράφεις στη γλώσσα του Τζέιμς Τζόις είναι ένα πολύ βαρύ φορτίο για να το αντέξεις". Σημειωτέον πως ο Μπέκετ υπήρξε ο ιδιαίτερος γραμματέας του Τζόις. Πρόσθεσε, δε, πως θα επέστρεφα και πάλι στη μητρική μου γλώσσα και πως οι γλώσσες δεν είχαν σημασία, πως το σημαντικό είναι ο κόσμος που ο συγγραφέας μεταφέρει.
Η πατρίδα μας είναι η γλώσσα με την οποία εκφραζόμαστε. Ομως, μπορούμε να έχουμε δύο πατρίδες, όπως μπορούμε να έχουμε δύο ή τρεις γυναίκες!».
«Η μετανάστευση δεν είναι μόνο ημερομηνίες, στατιστικές και ποσοστώσεις, αλλά πάνω απ' όλα προσωπικά πεπρωμένα». Με αυτή τη φράση ξεκινά η ανθολογία κειμένων πάνω στη μετανάστευση με τίτλο «Νέες Οδύσσειες», που εκδόθηκε με την ίδια ευκαιρία.
Η μετανάστευση και τα συνακόλουθά της, η εξορία και η ένταξη αποτελούν θέματα τόσο για τη λογοτεχνία όσο και για τον κινηματογράφο παρουσιασμένα με τη μορφή ονείρων για ένα καλύτερο αύριο, ταξίδι μέσα από το οποίο βλέπεις την ίδια σου τη χώρα με ένα διαφορετικό μάτι, νοσταλγία για μια χαμένη πατρίδα... Εργα με άποψη, αλλά κυρίως έργα που δεν μπορούν να περιοριστούν στο θέμα που αγγίζουν. Είναι μια διαπίστωση με την οποία συμφωνούν τρεις συγγραφείς: ο μαροκινής καταγωγής Ταχάρ Μπεν Τζελούν, ο Κουβανός Εντουάρντο Μανέτ και ο Αφγανός Ατίκ Ραχίμι.
Ο Ραχίμι που έφυγε από τη χώρα το 1984, στη διάρκεια του πρώτου πολέμου στο Αφγανιστάν, και βραβεύτηκε το 2008 στη Γαλλία με το βραβείο Γκονκούρ, αφηγείται συχνά μια ιστορία η οποία προσδιορίζει την έννοια της εξορίας:
«Ο Nasro Dinh, ένα θρυλικό πρόσωπο στο Αφγανιστάν, ψάχνει να βρει τα κλειδιά του σπιτιού του κάτω από έναν φανοστάτη. Τότε τον πλησιάζει κάποιος και τον βοηθά στο ψάξιμο: "Είσαι σίγουρος ότι τα έχασες εδώ γύρω;" τον ρωτά. Εκείνος του απαντά: "Οχι, τα έχασα κάπου κοντά στο σπίτι μου". "Μα τότε γιατί τα ψάχνεις εδώ;" "Γιατί εκεί δεν έχω φως", τον αποστομώνει ο Nasro Dinh».
«Στο Αφγανιστάν και εγώ έχασα τα κλειδιά της ταυτότητας και της ελευθερίας μου», λέει ο Ραχίμι στο γαλλικό περιοδικό, «και έτσι πήρα το δρόμο της εξορίας για να τα ξαναβρώ. Η λογοτεχνία μού επιτρέπει να ξαναβρώ, να ξαναδημιουργήσω αυτό το κλειδί στο φαντασιακό μου».
«Η ζωή του Μωάμεθ σημαδεύτηκε από την εξορία, λέει ο Ταχάρ Μπεν Τζελούν. Στη Μέκκα κυνηγήθηκε από φυλές που δεν πίστευαν το μήνυμά του. Αναγκάστηκε λοιπόν να μεταναστεύσει στη Μεδίνα. Οι μουσουλμάνοι γεννήθηκαν μέσα από την εξορία. Ο προφήτης έσωσε τη ζωή, τη φυλή και το μήνυμά του φεύγοντας από τον τόπο του. Για τους μουσουλμάνους, η μετανάστευση συνδέεται αρχικά με τη θρησκεία».
«Εγώ βρίσκομαι σε μια διαρκή κατάσταση μετανάστευσης, λέει ο Εντουάρντο Μανέτ. Γεννήθηκα στην Κούβα από Ισπανούς γονείς. Σε όλη την παιδική μου ηλικία περιβαλλόμουν από νοσταλγούς της Ισπανίας που είχαν εγκαταλείψει τη χώρα τους στη διάρκεια του Εμφυλίου. Ετσι, δημιουργήθηκε αυτή η συγκατοίκηση των δύο γλωσσών: των κλασικών ισπανικών και των κουβανικών. Ημουν επομένως ήδη εξόριστος στη γενέθλια χώρα μου. Μετά έφυγα δύο φορές στο Παρίσι. Την πρώτη φορά λόγω της δικτατορίας του Μπατίστα, τη δεύτερη λόγω των διαφωνιών μου με τον Φιντέλ Κάστρο. Κατά την άποψή μου είμαστε όλοι εξόριστοι, αλλά σε διαφορετικούς βαθμούς».
Με τη γραφή λοιπόν μπορεί κανείς να ξανακερδίσει τη χαμένη πατρίδα. Αντιστρόφως, όμως, πόσο εμπλουτίζεται η ίδια η γραφή στην εξορία;
ΑΤΙΚ ΡΑΧΙΜΙ - Αφγανός συγγραφέας. Πήρα τον δρόμο της εξορίας για να ξαναβρώ τα κλειδιά της ελευθερίας μου «Φεύγοντας για το Παρίσι, εγκατέλειψα τη μητέρα και τη χώρα μου συγχρόνως», λέει ο Μανέτ. «Το πρώτο πραγματικό μου μυθιστόρημα ήταν ένας φόρος τιμής στη "μαμά" μου, μια γυναίκα εξαιρετικά όμορφη με πολύ ανεπτυγμένη φαντασία.
Αυτή η ιστορία ήταν η πρώτη μου λογοτεχνική επαφή με τη μητέρα και το έθνος μου. Από τότε εξακολουθώ να αναπτύσσω αυτή την κληρονομιά, αλλά μόνο μέσω της λογοτεχνίας, γιατί δεν μπορώ πια να γυρίσω στην Κούβα καθώς δεν έχω ούτε διαβατήριο ούτε βίζα. Ετσι, η εξορία γίνεται ακόμη πιο τραυματική».«Η λογοτεχνία αφορά περισσότερο τις πληγές παρά την ευτυχία, λέει ο Μπεν Τζελούν. Η ιστορία της μετανάστευσης είναι ένα αναπόφευκτο θέμα για έναν συγγραφέα που έρχεται -όπως εγώ- από μια χώρα όπου πολλοί άνθρωποι υποχρεώνονται να φύγουν. Αφού ήρθα σε επαφή με μετανάστες από τη χώρα μου, στο Παρίσι, κατάλαβα πως χρειαζόταν να ακουστεί η φωνή τους. Στις αρχές της δεκαετίας του '70, παρέδιδα μαθήματα αλφαβητισμού σε μετανάστες από τις χώρες της Βόρειας Αφρικής. Εκείνη την εποχή δεν μιλούσαν για τη μετανάστευση όπως σήμερα.
Αισθάνθηκα πως όλοι αυτοί οι άνθρωποι είχαν μια μεγάλη θλίψη, όπως και το κεντρικό πρόσωπο του τελευταίου βιβλίου που έχω γράψει. Γι' αυτόν τον άνθρωπο που έχει διασχίσει τη ζωή με αξιοπρέπεια και σοβαρότητα, το να βρεθεί απομονωμένος είναι ένα σοκ. Ομως αισθάνεται και μια μεγάλη ευγνωμοσύνη απέναντι στη χώρα που τον βοήθησε, που τον έσωσε. Είναι ένα πρόσωπο που συναντάμε συχνά στους κύκλους των μεταναστών. Και για αυτούς τους ανθρώπους πρέπει να γράψουμε. Η λογοτεχνία επιτρέπει στην κοινωνία να εισχωρήσει στον εσωτερικό κόσμο αυτών των ανθρώπων που βλέπουμε να περνούν χωρίς να αντιλαμβανόμαστε τα αισθήματα και τις έγνοιες τους. Η λογοτεχνία είναι ένας ενδιάμεσος ανάμεσα στην πραγματικότητα και την κοινωνία».
ΕΝΤΟΥΑΡΝΤΟ ΜΑΝΕΤ - Κουβανός συγγραφέας.
Βιώνω μια διπλή ταυτότητα. Αισθάνομαι καλά στη Γαλλία, αλλά δεν μπορώ ν' αρνηθώ ότι είμαι Κουβανός «Η νοσταλγία είναι η ασθένεια της μετανάστευσης, τονίζει ο Ραχίμι. Ο μετανάστης διατηρεί μια σχέση ρήξης, σπαραγμού με τη γενέθλια χώρα του, τη γλώσσα και την κουλτούρα της. Αυτή η λευκή σελίδα γίνεται τότε η γη του. Εζησα αυτή την εμπειρία όταν εγκατέλειψα το Αφγανιστάν, το 1984.
Μετά από εννιά μέρες περπάτημα, φτάσαμε στα αφγανο-πακιστανικά σύνορα. Ο οδηγός μας σταμάτησε εκεί κοντά για να ρίξουμε μια τελευταία ματιά στη γη που εγκαταλείπαμε. Κοιτάξαμε πίσω μας και είδαμε τα ίχνη που είχαν αφήσει τα βήματά μας. Από την άλλη μεριά των συνόρων ήταν η έρημος, απάτητο χιόνι. Και τότε σκέφτηκα: "Να, αυτό είναι το μέλλον σου, η εξορία σου. Πρέπει να γεμίσεις αυτή τη λευκή σελίδα". Για μένα η γραφή είναι ένας τρόπος να γεμίζω αυτή τη λευκή σελίδα χάρη στην απόσταση που έχω πάρει. Η εξορία μού μετέβαλε τον τρόπο που έβλεπα τη χώρα μου. Η επαφή με μια άλλη κουλτούρα, μια άλλη γλώσσα, μια άλλη λογοτεχνία μού επέτρεψε να βλέπω το Αφγανιστάν με μια καινούργια ματιά».
«Στο τελευταίο του βιβλίο, ο Μίλαν Κούντερα αναφέρεται στην οδύνη που ένιωθε ο Κάφκα όταν έπρεπε να "εξοριστεί", γράφοντας στη γερμανική γλώσσα, ενώ ήταν Τσέχος. Και ο ίδιος ο Κούντερα φεύγοντας από την Τσεχοσλοβακία άρχισε να γράφει στα γαλλικά, παρατηρεί ο Μπεν Τζελούν. Αυτή η νέα γλώσσα γίνεται ένα είδος βοήθειας, ηρεμίας, οικογένειας που επανακτούμε, γιατί αυτός που ζει μακριά από τη χώρα του έχει ανάγκη να εκφραστεί. Και το να μιλάς σε μια γλώσσα που δεν είναι δική σου, είναι ακόμη πιο απελευθερωτικό συναίσθημα. Οσον αφορά εμένα, αυτή η γλώσσα έγινε το καταφύγιο για τα τραύματά μου, τα οποία εκφράζω πολύ καλύτερα στα γαλλικά απ' ό,τι στα αραβικά».
«Στη δεκαετία του '60, λέει ο Μανέτ, στο Παρίσι, είχα την τύχη να γνωρίσω τον Σάμιουελ Μπέκετ. Μια μέρα τού είπα πως είχα αποφασίσει να μην ξαναγυρίσω στην Κούβα. Σκεφτόμουν να γράψω σε μιαν άλλη γλώσσα, αλλά το να εγκαταλείψω τα ισπανικά, σήμαινε να εγκαταλείψω και μια λογοτεχνία πλούσια σε αριστουργηματικά έργα. Και μ' αυτή την απόφασή μου ένιωθα πως διέπραττα μια προδοσία. Ο Μπέκετ σκέφτηκε για κάμποσο και μου είπε: "Εγώ άρχισα να γράφω στα γαλλικά, γιατί το να γράφεις στη γλώσσα του Τζέιμς Τζόις είναι ένα πολύ βαρύ φορτίο για να το αντέξεις". Σημειωτέον πως ο Μπέκετ υπήρξε ο ιδιαίτερος γραμματέας του Τζόις. Πρόσθεσε, δε, πως θα επέστρεφα και πάλι στη μητρική μου γλώσσα και πως οι γλώσσες δεν είχαν σημασία, πως το σημαντικό είναι ο κόσμος που ο συγγραφέας μεταφέρει.
Η πατρίδα μας είναι η γλώσσα με την οποία εκφραζόμαστε. Ομως, μπορούμε να έχουμε δύο πατρίδες, όπως μπορούμε να έχουμε δύο ή τρεις γυναίκες!».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου